Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Συχνά ο Παπαδιαμάντηςαναφέρεται στα διηγήματα του σε θανάτους παιδιών, καθώς ήταν συνήθες περιστατικό στην εποχή του εξαιτίας των άσχημων συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων τότε. Ζητήσαμε απο μεγαλύτερους σε ηλικία γνωστούς μας να μας αφηγηθούν παρόμοια περιστατικά. Να μια απο τις διηγήσεις που προέκυψαν.


      Τον περασμένο Ιούλιο , καθόμουν  στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και θυμόμουν νοσταλγικά την εποχή που ήμουνα μικρός. « Πάνε αυτά τα χρόνια» σκέφτηκα με παράπονο.  Άρχισα να θυμάμαι όλους τους παλιούς μου συμμαθητές  και τις αξέχαστες στιγμές που περάσαμε μαζί .  Ήθελα τόσο πολύ να τους  ξαναδώ όλους.  Ήξερα πως όλα θα έχουν αλλάξει από τότε.  Μετά από την τελευταία τάξη του Δημοτικού οι δρόμοι μας  χώρισαν. Ο καθένας πήγε σε διαφορετικό σχολείο της περιοχής   και οι επαφές  μας  χάθηκαν για πάντα.  Μέχρι όμως  τη μέρα της συνάντησης .  Αποφασίσαμε λοιπόν , όλοι εμείς οι συμμαθητές  να διοργανώσουμε μια συνάντηση μετά από 20 περίπου χρόνια για να...θυμηθούμε τα παλιά.
      «20 συμμαθητές μετά από 20 ολόκληρα χρόνια ξανά μαζί» αστειευόταν  ο Αντωνάκης , το πειραχτήρι της τάξης και φυσικά, ο διοργανωτής της συνάντησης.  Ήμουν σίγουρος  πως θα ήταν ο μόνος  που θα παρέμενε ακριβώς όπως ήταν.
        Η  χαρά μου εκείνες  τις μέρες ήταν απερίγραπτη.  Δεν πίστευα ότι θα μπορούσαμε να είμαστε ξανά όλοι μαζί. Το άγχος κυριαρχούσε την ψυχή μου. Ώσπου έφτασε εκείνη η μέρα.
      Πρόσωπα τόσο συγκινημένα , τόσο διαφορετικά , τόσο ώριμα.  Ένα τεράστιο τραπέζι , με πολλά φαγητά , παλιές  ξεθωριασμένες φωτογραφίες  και γύρω του δεκαεννέα ξύλινες καρέκλες, μας περίμενε για να ξεκινήσουμε τις αναδρομές.  Είμαστε όλοι εκεί και αμέσως ξεκινήσαμε να συζητάμε για όλα τα όμορφα που περάσαμε στην παιδική μας ηλικία.  Τα γέλια μας ήταν τόσο δυνατά που σκέπαζαν ακόμα και τον πιο δυνατό θόρυβο που μπορούσε να ακουστεί εκείνη τη στιγμή.  Μέχρι τη στιγμή που ο Αντωνάκης έκανε το λάθος να μετρήσει τις καρέκλες. « Μα είναι 19»  είπε με φωνή που χαμήλωνε σιγά-σιγά , « Εμείς ήμασταν 20» . Πριν καν τελειώσει τη φράση του άρχισαν να τριγυρίζουν στο μυαλό μου  διάφορες σκέψεις . Γύρισα στο παρελθόν. Στην Τρίτη τάξη. Τότε που όντως ήμασταν 20.. .
    Γιατί;  Γιατί να έπρεπε εκείνη τη μέρα να είμαι μπροστά σε ένα τόσο άσχημο γεγονός;  Γιατί να θυμάμαι την κάθε στιγμή τόσο έντονα;
    ‘Ηταν 8 χρονών. Κοντούλης ,με καστανά σγουρά μαλλιά και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό του κάθε στιγμή.  Φορούσε πάντα ένα άσπρο πουκάμισο με χοντρές καρό τιράντες που όπως έλεγε , ήταν οι τυχερές του. Δεν τις αποχωριζόταν ποτέ. Όλοι πάντα γελούσαμε μαζί του.  Αυτές οι τιράντες δεν άρεσαν και  πολύ σ’ εμάς . Όμως εκείνος  τις αγαπούσε.  « Θα τις φοράω μέχρι να γεράσω και να σταματήσουν να μου κάνουν» έλεγε , τραβώντας τη δεξιά του τιράντα με τον αντίχειρά του.
     Μια μέρα , ήταν Σάββατο θυμάμαι  , με είχε φωνάξει μαζί με το μεγαλύτερο μου αδελφό  να παίξουμε στην αυλή του. « Κρυφτό»  φωνάζει ο Γιωργάκης , κάνοντας  τη χαρακτηριστική κίνηση με την τιράντα του.  Ο χώρος της αυλής , λόγω της δουλειάς του πατέρα του , ήταν γεμάτος με γεωργικά μηχανήματα κι εκείνος στην προσπάθειά του να βρει την ιδανική κρυψώνα , σκαρφάλωσε  στην κορυφή μιας καρότσας , καλυμμένης  με κάτασπρο βαμβάκι. Τη στιγμή που γυρίζω απότομα το κεφάλι μου , βλέπω το Γιωργάκη να κρατάει με δύναμη τις δύο του τιράντες και να πέφτει.  Μέσα στο βαμβάκι. Απλώς να πέφτει. Κοιτάω τον αδερφό μου και μετά από λίγα δευτερόλεπτα αρχίζουμε να τρέχουμε προς  τους γονείς του. « Κύριε Θανάση , Ο Γιώργος. Ο Γιώργος, τρέξτε!»  Η φωνή μου με δυσκολία μπορούσε να βγει από το στόμα μου. Στάθηκα σε μία άκρη και παρακολουθούσα την προσπάθεια των γονιών του να ξεθάψουν από το βαμβάκι το μικρό. Κι όλη την ώρα ταυτόχρονα φώναζαν δυνατά  «Βοήθεια» .  Χωρίς  να το καταλάβω μαζεύτηκε γύρω πολύς κόσμος και όλοι μαζί προσπαθούσαν με γρήγορες  κινήσεις να πετάξουν  όλο το άσπρο που υπήρχε στην καρότσα.  Κανείς δε μιλούσε.  Δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν  τί  γινόταν εκείνη τη στιγμή.  Όπως κι εγώ.  Μετά από λίγη ώρα , ο μικρός βρέθηκε ξαπλωμένος  στον πάτο της καρότσας.  Η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπάει. Στάθηκαν όλοι από πάνω του και αμέσως άρχισαν να κλαίνε, τόσο δυνατά.  Ακούγονταν μόνο το όνομά  του από πολλές  δακρυσμένες φωνές. « Μα απλώς παίζαμε»  σκέφτηκα και άρχισα κι εγώ  να κλαίω με λυγμούς.  Όταν απομακρύνθηκε ο κόσμος τον πλησίασα. Με τα θολά μου μάτια έσκυψα προς το κεφάλι του και παρατήρησα πως κάτι λείπει.  Η δεξιά του τιράντα. Γύρισα το κεφάλι μου, ψάχνοντας να τη βρω. Μόλις  ανακάλυψα πού βρισκόταν  , την άρπαξα γρήγορα στα χέρια μου και άρχισα να τρέχω προς το σπίτι.
      Τα δυνατά γέλια μέσα σε λίγα λεπτά έπαψαν να υπάρχουν. Κανείς  από τους συμμαθητές  μου δε μιλούσε. Μάλλον όλοι εκείνη τη στιγμή έκαναν τις  ίδιες σκέψεις με μένα.  Κοιταζόμασταν αμήχανα.  Ήταν ίσως η μόνη φορά που είδα ακόμα και τον Αντωνάκη να μην έχει όρεξη για αστεία. Όμως τον κοίταξα με νόημα  και  του  χαμογέλασα.  Το γλέντι  έπρεπε να συνεχιστεί  κανονικά. Στο βάθος  ξέραμε.  Ξέραμε  πως ποτέ δε θα μπορέσουμε να είμαστε όπως ήμασταν τότε, στην Τρίτη Δημοτικού. Ξέραμε  πως οι καρέκλες στην πραγματικότητα  ήταν είκοσι και όχι δεκαεννέα. Ξέραμε  πως ένα άτομο που άξιζε να είναι σήμερα εδώ, χάθηκε τόσο ξαφνικά και τόσο άδικα. Όχι  όμως κι από τις καρδιές μας. Ο  Γιώργος μας ήταν εκεί.  Και θα συνεχίσει να είναι για πάντα ο συμμαθητής μας!

Βερέμη Σμαρώ

Η ιστορία ενός αγγέλου

Πριν δεκαεννέα χρόνια συνέβη το περιστατικό. Τότε ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Δεν είχα ζήσει τίποτα απ’ όσα ονειρευόμουν. Τώρα, που είμαι τριανταεπτά, κατάλαβα ότι κι αυτά που δεν μπόρεσα να κάνω δεν θα άξιζαν σε σύγκριση με όσα έζησα και πέρασα, γιατί αυτά ήταν πιο ωραία κι ακόμα και τώρα δεν τα έχω ξεχάσει.
Εγώ είμαι μελαχρινός, με μαύρα μάτια και με λένε Σταύρο. Το περιστατικό που σας έλεγα έγινε στο δρόμο από την Τούζλα στο Φρίνιο.  Ήταν πρωί και είχε μια υπέροχη μέρα. Ήμουν μαζί με τον μπαμπά μου στην Τούζλα και τον βοηθούσα στην οικοδομή. Χωρίς να το καταλάβουμε μας τέλειωσε η ξυλεία · φαίνεται δεν είχαμε υπολογίσει σωστά. Ο πατέρας μου με παρακάλεσε να βρω τηλέφωνο για να ενημερώσω την αποθήκη και να μας φέρουν σύντομα· αλλιώς θα πήγαινε πολύ πίσω η δουλειά. Δεν καθυστέρησα . Έφυγα αμέσως. Τότε δεν υπήρχε τεχνολογία για να μπορέσω να αποφύγω αυτό που συνέβη, αλλά αφού το ήθελε ο θεός να γίνει έτσι…
 Πηγαίνοντας προς το Φρύνιο στο σπίτι μου, βρήκα στο δρόμο ένα καρτοτηλέφωνο, που όμως δεν λειτουργούσε. Άλλες δύο φορές σταμάτησα χωρίς αποτέλεσμα γι’ αυτό στο τέλος αποφάσισα να πάω σπίτι να τηλεφωνήσω. Τον ήξερα καλά τον δρόμο· είχαμε κιόλας μια βδομάδα που ξεκινήσαμε αυτή τη δουλειά και πηγαινοερχόμασταν. Δεν φανταζόμουν, όμως, τι θα συνέβαινε σήμερα! Την τελευταία στιγμή είδα να ‘ρχεται καταπάνω μου ένα φορτηγό- χωρίς οδηγό- ο οδηγός του είχε κοιμηθεί. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήταν πολύ αργά. Σύντομα βρέθηκα κάτω από τις ρόδες του. Οι θόρυβοι  της σύγκρουσης ξύπνησαν τον οδηγό και το μόνο που έκανε όταν κατέβηκε και με είδε ήταν να πάρει τηλέφωνο για ασθενοφόρο.
Όταν έφτασε, μετά βίας άκουγα τι έλεγαν ο αστυνομικός και ένας νοσοκόμος. Όλα άρχισαν να θολώνουν. Εικόνες απ’ τη ζωή μου περνούσαν μπροστά μου σαν φωτογραφίες. Είδα τη μάνα μου, τον πατέρα μου που θα περίμενε ακόμη, τα αδέλφια μου, όλους,  σαν να τους αποχαιρετούσα. Τώρα από εδώ που είμαι τους βλέπω, είμαι πάντα δίπλα τους. Είναι σαν να μην έχω φύγει ποτέ γιατί γι’ αυτούς ζω ακόμη, δεν με ξέχασαν ποτέ!  Και εγώ κάνω τα πάντα για να τους προστατεύω. Αυτό άλλωστε κάνουν οι άγγελοι. Κι εγώ είμαι ο δικός τους άγγελος!
Αθανασία Γκιουλέκα, Β΄Λυκείου

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου