Κυριακή 31 Ιανουαρίου 2016

Κώστας Καρυωτάκης [Είμαστε κάτι...] 

Είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες
κιθάρες. Ο άνεμος, όταν περνάει,
στίχους, ήχους παράφωνους ξυπνάει
στις χορδές που κρέμονται σαν καδένες.

Είμαστε κάτι απίστευτες αντένες.
Υψώνονται σα δάχτυλα στα χάη,
στην κορυφή τους τ’ άπειρο αντηχάει,
μα γρήγορα θα πέσουνε σπασμένες.

Είμαστε κάτι διάχυτες αισθήσεις,
χωρίς ελπίδα να συγκεντρωθούμε.
Στα νεύρα μας μπερδεύεται όλη η φύσις.

Στο σώμα, στην ενθύμηση πονούμε.
Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η ποίησις
είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Στο ποίημα αυτό ο Καρυωτάκης παρουσιάζεται ως εκπρόσωπος της γενιάς του (κυρίως ποιητικής) που, μετά τα δραματικά ιστορικά γεγονότα και τις κοινωνικές ανακατατάξεις της εποχής, καταλαμβάνονται από απαισιοδοξία και από μια διάθεση φυγής.
Αντλώντας έμπνευση από τον Καρυωτάκη γράψαμε τα δικά μας ποιήματα:

 ΕΙΜΑΣΤΕ ΠΑΙΔΙΑ
Είμαστε κάτι παιδιά χωματερής που
 καταστρέφονται τα όνειρά μας
από τους πατριώτες. Δεν έχουμε
μέλλον, χάθηκε στο δρόμο.

Είμαστε κάτι πιόνια του σκακιού
που μας κινούν με τις διαθέσεις τους.
 Μικροσκοπικά μπροστά τους,
ακατόρθωτο να τους πολεμήσουμε.

Μήπως όμως είμαστε παιδιά της άνοιξης;
Που θα καταφέρουμε να σωθούμε από το
βρόμικο παιχνίδι. Θα φωνάξουμε δυνατά
και θα τελειώσουν όλα· σαν χτες θα γίνουν.

Με ένα χαμόγελο κρύβεται η αλήθεια
και η θλίψη. Τελικά, τι είμαστε;


Μπίτση Βασιλική, Β΄Λυκείου

Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

ΤΑΥΡΟΜΑΧΙΕΣ

   Οι ταυρομαχίες, αντίθετα σ’ αυτό που όλοι πιστεύουν, είναι ένα από τα πιο βάρβαρα έθιμα. Όμως επειδή μέσα από αυτό το έθιμο κινούνται πολύ μεγάλα χρηματικά ποσά είναι αδύνατο να σταματήσει να διαδραματίζεται.
 Κάθε χρόνο, λοιπόν, 25.000 ταύροι δολοφονούνται άγρια σε ταυρομαχίες, παίρνοντας μέρος σε μία φρικιαστική παράσταση που οι διοργανωτές της βαπτίζουν «Τέχνη». Οι ταύροι αυτοί δε δολοφονούνται απλά, αλλά βασανίζονται. 
Πριν από τις ταυρομαχίες, καλύπτουν με εφημερίδα, η οποία είναι γεμάτη βαζελίνη, τα μάτια τους,για να περιορίσουν την όρασή τους και πολλές φορές τους κόβουν και τα κέρατα,
κάτι που τους προκαλεί φρικτούς πόνους.Επιπλέον, τρεις μέρες πριν τον αγώνα αυτόν, οι ταύροι μένουν χωρίς φαγητό και νερό, ώστε να είναι εξασθενημένοι, όταν  έρθουν αντιμέτωποι με τους ταυρομάχους.
  Στο παρελθόν, οι οπαδοί αυτής της κτηνώδους «ενασχόλησης», ισχυρίζονται πως οι ταύροι απολαμβάνουν το θάνατό τους, καθώς επρόκειτο για μια διαδικασία που τους διέγειρε!


Από σχετικές έρευνες εντούτοις, αποδείχθηκε πως ισχύει το ακριβώς αντίθετο. Οι ταύροι πονούν, υποφέρουν και αισθάνονται το στρες του θανάτου να τους κυριεύει.  Λίγο πριν το τέλος, πριν ξεψυχήσουν οι ταύροι, οι νικητές ταυρομάχοι κάνουν κάτι αισχρό και πολύ οδυνηρό. Κόβουν και παίρνουν από τους ταύρους την ούρα και τα αυτιά τους, ως λάφυρο από τη νίκη τους.

Έτσι, λοιπόν, καταφέρνει να έρθει αντιμέτωπος και να νικήσει ένα τόσο δυνατό ζώο!
                                                                                                      Πλούτου Γιώτα

Παρασκευή 1 Ιανουαρίου 2016

                                                ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΟΥ

            ΑΟΥΤΣ! Όχι πάλι, όχι και εσύ! Μη με πετάς έξω από αυτή τη ζεστή κουβέρτα, βρες άλλη! Γιατί σε μένα; Τί έχω κάνει σε όλους; Μαμά; Πού είσαι μαμά; Γιατί με άφησες μόνο μου σε αυτόν τον άθλιο κόσμο; Κάθε μέρα η ίδια ιστορία. Γεννήθηκα για να πεθάνω; Η μητέρα μου έφυγε από κοντά μου. Με αγαπούσε άραγε; Βρήκε σπίτι να μείνει και με παράτησε; Άραγε να με σκέφτεται καθόλου; Με νιώθει; Εμένα δεν με θέλει κανείς και περιπλανιέμαι εδώ κι εκεί. Πεινάω. Διψάω. Τα κοκαλάκια μου ξεχωρίζουν από το αδύνατο σώμα μου. Το φαγητό που μου δίνει ο φούρναρης της γειτονιάς δεν είναι αρκετό για να με χορτάσει. Το νερό της λιμνούλας είναι βρώμικο. Αλλά τι λέω; Δεν είναι λιμνούλα αυτό. Είναι λακκούβες στον δρόμο που γεμίζουν μόνο όταν βρέχει. Παρακαλάω να βρέξει για να κάνω και το μπάνιο μου. Είμαι λίγο βρώμικος. Για την ακρίβεια είναι πολύ βρώμικος. Και αχ! Τι πάλι; Όλο φαγουρίζομαι, φύγετε από πάνω μου. Άλλα σκυλάκια δεν έχει η περιοχή; Μάλλον τα τσιμπούρια είναι τα μόνα που με θέλουν σε αυτόν τον κόσμο. Κάνω βόλτες απελπισίας. Τα μάτια μου είναι δακρυσμένα. Δεν έχουν κάπου να κοιτάν και να ελπίζουν. Έρχεται! Πλησιάζει! Πρέπει να απομακρυνθώ με όση δύναμη έχω. Δεν προλαβαίνω, θα με πατήσει. Γρήγορα ποδαράκια μου, γρήγορα! Ο νταλικέρης τρέχει. Τρέχει τόσο γρήγορα που βλέπω τον θάνατο να πλησιάζει . Από την μία θα ήταν καλύτερο να με πατήσει από το να βασανίζομαι άλλο. Από την άλλη.. Δεν υπάρχει από την άλλη. Καλύτερα να πεθάνω, Τώρα που να πάω; Αυτός πάτησε σε μία λιμνολακούβα και με έκανε χάλια. Κρυώνω. α! Τι είναι αυτό; Ας μπω μέσα. Γεια σας άνθρωποι!! Τι; Γιατί με κοιτάτε έτσι; Δεν θα σας  δαγκώσω. Το υπόσχ.. αουτσ! Πόνεσα. Όλοι ίδιοι είστε. Κανείς δεν με καταδέχεται. Πρέπει να βρω κάπου να μείνω. Μα.. τι είναι;  Ένας άνθρωπος ξαπλωμένος στον δρόμο. Ίσως αν κάνω κάτι καλό να με βοηθήσει. Οπ! Ένα χαρτονόμισμα. Θα το χρειάζεται.. Που να το αφήσω για να το δει;  Θα το βάλω στο κυπελάκι του.  Όμως κοιμάται. Πρέπει να τον ξυπνήσω! Άνθρωπε ξύπνα, ξύπνα! Κοίτα τι έφερα! Ξύπνησε, μάλλον τον τρόμαξα. Του μιλάω και δεν καταλαβαίνει. Πιάνω με τα δοντάκια μου το κυπελάκι και του το δίνω. Εκείνος με παίρνει αγκαλιά και με ακουμπάει στην κουβερτούλα του. Νιώθω ότι με αγαπάει. Έτσι δεν είναι η αγάπη; Τώρα δεν κρυώνω τόσο. Σε ευχαριστώ. Ξέρεις μου μοιάζεις εσύ. Δεν έχεις σπίτι, ε είσαι και λίγο βρωμιαρούλης.. Θα μείνω εδώ να κάνουμε παρέα ο ένας στον άλλον. Έτσι ποτέ κανείς δεν θα νιώσει μόνος πια. Ας κλείσω λίγο τα μάτια μου. Και πάλι ευχαριστώ. Θα σε προσέχω και θα σε αγαπάω. Για πάντα.

Χρυσοχόου Δέσποινα

Τετάρτη 23 Δεκεμβρίου 2015

Συχνά ο Παπαδιαμάντηςαναφέρεται στα διηγήματα του σε θανάτους παιδιών, καθώς ήταν συνήθες περιστατικό στην εποχή του εξαιτίας των άσχημων συνθηκών διαβίωσης των ανθρώπων τότε. Ζητήσαμε απο μεγαλύτερους σε ηλικία γνωστούς μας να μας αφηγηθούν παρόμοια περιστατικά. Να μια απο τις διηγήσεις που προέκυψαν.


      Τον περασμένο Ιούλιο , καθόμουν  στο μπαλκόνι του σπιτιού μου και θυμόμουν νοσταλγικά την εποχή που ήμουνα μικρός. « Πάνε αυτά τα χρόνια» σκέφτηκα με παράπονο.  Άρχισα να θυμάμαι όλους τους παλιούς μου συμμαθητές  και τις αξέχαστες στιγμές που περάσαμε μαζί .  Ήθελα τόσο πολύ να τους  ξαναδώ όλους.  Ήξερα πως όλα θα έχουν αλλάξει από τότε.  Μετά από την τελευταία τάξη του Δημοτικού οι δρόμοι μας  χώρισαν. Ο καθένας πήγε σε διαφορετικό σχολείο της περιοχής   και οι επαφές  μας  χάθηκαν για πάντα.  Μέχρι όμως  τη μέρα της συνάντησης .  Αποφασίσαμε λοιπόν , όλοι εμείς οι συμμαθητές  να διοργανώσουμε μια συνάντηση μετά από 20 περίπου χρόνια για να...θυμηθούμε τα παλιά.
      «20 συμμαθητές μετά από 20 ολόκληρα χρόνια ξανά μαζί» αστειευόταν  ο Αντωνάκης , το πειραχτήρι της τάξης και φυσικά, ο διοργανωτής της συνάντησης.  Ήμουν σίγουρος  πως θα ήταν ο μόνος  που θα παρέμενε ακριβώς όπως ήταν.
        Η  χαρά μου εκείνες  τις μέρες ήταν απερίγραπτη.  Δεν πίστευα ότι θα μπορούσαμε να είμαστε ξανά όλοι μαζί. Το άγχος κυριαρχούσε την ψυχή μου. Ώσπου έφτασε εκείνη η μέρα.
      Πρόσωπα τόσο συγκινημένα , τόσο διαφορετικά , τόσο ώριμα.  Ένα τεράστιο τραπέζι , με πολλά φαγητά , παλιές  ξεθωριασμένες φωτογραφίες  και γύρω του δεκαεννέα ξύλινες καρέκλες, μας περίμενε για να ξεκινήσουμε τις αναδρομές.  Είμαστε όλοι εκεί και αμέσως ξεκινήσαμε να συζητάμε για όλα τα όμορφα που περάσαμε στην παιδική μας ηλικία.  Τα γέλια μας ήταν τόσο δυνατά που σκέπαζαν ακόμα και τον πιο δυνατό θόρυβο που μπορούσε να ακουστεί εκείνη τη στιγμή.  Μέχρι τη στιγμή που ο Αντωνάκης έκανε το λάθος να μετρήσει τις καρέκλες. « Μα είναι 19»  είπε με φωνή που χαμήλωνε σιγά-σιγά , « Εμείς ήμασταν 20» . Πριν καν τελειώσει τη φράση του άρχισαν να τριγυρίζουν στο μυαλό μου  διάφορες σκέψεις . Γύρισα στο παρελθόν. Στην Τρίτη τάξη. Τότε που όντως ήμασταν 20.. .
    Γιατί;  Γιατί να έπρεπε εκείνη τη μέρα να είμαι μπροστά σε ένα τόσο άσχημο γεγονός;  Γιατί να θυμάμαι την κάθε στιγμή τόσο έντονα;
    ‘Ηταν 8 χρονών. Κοντούλης ,με καστανά σγουρά μαλλιά και ένα τεράστιο χαμόγελο σχηματισμένο στο πρόσωπό του κάθε στιγμή.  Φορούσε πάντα ένα άσπρο πουκάμισο με χοντρές καρό τιράντες που όπως έλεγε , ήταν οι τυχερές του. Δεν τις αποχωριζόταν ποτέ. Όλοι πάντα γελούσαμε μαζί του.  Αυτές οι τιράντες δεν άρεσαν και  πολύ σ’ εμάς . Όμως εκείνος  τις αγαπούσε.  « Θα τις φοράω μέχρι να γεράσω και να σταματήσουν να μου κάνουν» έλεγε , τραβώντας τη δεξιά του τιράντα με τον αντίχειρά του.
     Μια μέρα , ήταν Σάββατο θυμάμαι  , με είχε φωνάξει μαζί με το μεγαλύτερο μου αδελφό  να παίξουμε στην αυλή του. « Κρυφτό»  φωνάζει ο Γιωργάκης , κάνοντας  τη χαρακτηριστική κίνηση με την τιράντα του.  Ο χώρος της αυλής , λόγω της δουλειάς του πατέρα του , ήταν γεμάτος με γεωργικά μηχανήματα κι εκείνος στην προσπάθειά του να βρει την ιδανική κρυψώνα , σκαρφάλωσε  στην κορυφή μιας καρότσας , καλυμμένης  με κάτασπρο βαμβάκι. Τη στιγμή που γυρίζω απότομα το κεφάλι μου , βλέπω το Γιωργάκη να κρατάει με δύναμη τις δύο του τιράντες και να πέφτει.  Μέσα στο βαμβάκι. Απλώς να πέφτει. Κοιτάω τον αδερφό μου και μετά από λίγα δευτερόλεπτα αρχίζουμε να τρέχουμε προς  τους γονείς του. « Κύριε Θανάση , Ο Γιώργος. Ο Γιώργος, τρέξτε!»  Η φωνή μου με δυσκολία μπορούσε να βγει από το στόμα μου. Στάθηκα σε μία άκρη και παρακολουθούσα την προσπάθεια των γονιών του να ξεθάψουν από το βαμβάκι το μικρό. Κι όλη την ώρα ταυτόχρονα φώναζαν δυνατά  «Βοήθεια» .  Χωρίς  να το καταλάβω μαζεύτηκε γύρω πολύς κόσμος και όλοι μαζί προσπαθούσαν με γρήγορες  κινήσεις να πετάξουν  όλο το άσπρο που υπήρχε στην καρότσα.  Κανείς δε μιλούσε.  Δεν μπορούσαν να συνειδητοποιήσουν  τί  γινόταν εκείνη τη στιγμή.  Όπως κι εγώ.  Μετά από λίγη ώρα , ο μικρός βρέθηκε ξαπλωμένος  στον πάτο της καρότσας.  Η καρδιά του είχε σταματήσει να χτυπάει. Στάθηκαν όλοι από πάνω του και αμέσως άρχισαν να κλαίνε, τόσο δυνατά.  Ακούγονταν μόνο το όνομά  του από πολλές  δακρυσμένες φωνές. « Μα απλώς παίζαμε»  σκέφτηκα και άρχισα κι εγώ  να κλαίω με λυγμούς.  Όταν απομακρύνθηκε ο κόσμος τον πλησίασα. Με τα θολά μου μάτια έσκυψα προς το κεφάλι του και παρατήρησα πως κάτι λείπει.  Η δεξιά του τιράντα. Γύρισα το κεφάλι μου, ψάχνοντας να τη βρω. Μόλις  ανακάλυψα πού βρισκόταν  , την άρπαξα γρήγορα στα χέρια μου και άρχισα να τρέχω προς το σπίτι.
      Τα δυνατά γέλια μέσα σε λίγα λεπτά έπαψαν να υπάρχουν. Κανείς  από τους συμμαθητές  μου δε μιλούσε. Μάλλον όλοι εκείνη τη στιγμή έκαναν τις  ίδιες σκέψεις με μένα.  Κοιταζόμασταν αμήχανα.  Ήταν ίσως η μόνη φορά που είδα ακόμα και τον Αντωνάκη να μην έχει όρεξη για αστεία. Όμως τον κοίταξα με νόημα  και  του  χαμογέλασα.  Το γλέντι  έπρεπε να συνεχιστεί  κανονικά. Στο βάθος  ξέραμε.  Ξέραμε  πως ποτέ δε θα μπορέσουμε να είμαστε όπως ήμασταν τότε, στην Τρίτη Δημοτικού. Ξέραμε  πως οι καρέκλες στην πραγματικότητα  ήταν είκοσι και όχι δεκαεννέα. Ξέραμε  πως ένα άτομο που άξιζε να είναι σήμερα εδώ, χάθηκε τόσο ξαφνικά και τόσο άδικα. Όχι  όμως κι από τις καρδιές μας. Ο  Γιώργος μας ήταν εκεί.  Και θα συνεχίσει να είναι για πάντα ο συμμαθητής μας!

Βερέμη Σμαρώ

Η ιστορία ενός αγγέλου

Πριν δεκαεννέα χρόνια συνέβη το περιστατικό. Τότε ήμουν δεκαοχτώ χρονών. Δεν είχα ζήσει τίποτα απ’ όσα ονειρευόμουν. Τώρα, που είμαι τριανταεπτά, κατάλαβα ότι κι αυτά που δεν μπόρεσα να κάνω δεν θα άξιζαν σε σύγκριση με όσα έζησα και πέρασα, γιατί αυτά ήταν πιο ωραία κι ακόμα και τώρα δεν τα έχω ξεχάσει.
Εγώ είμαι μελαχρινός, με μαύρα μάτια και με λένε Σταύρο. Το περιστατικό που σας έλεγα έγινε στο δρόμο από την Τούζλα στο Φρίνιο.  Ήταν πρωί και είχε μια υπέροχη μέρα. Ήμουν μαζί με τον μπαμπά μου στην Τούζλα και τον βοηθούσα στην οικοδομή. Χωρίς να το καταλάβουμε μας τέλειωσε η ξυλεία · φαίνεται δεν είχαμε υπολογίσει σωστά. Ο πατέρας μου με παρακάλεσε να βρω τηλέφωνο για να ενημερώσω την αποθήκη και να μας φέρουν σύντομα· αλλιώς θα πήγαινε πολύ πίσω η δουλειά. Δεν καθυστέρησα . Έφυγα αμέσως. Τότε δεν υπήρχε τεχνολογία για να μπορέσω να αποφύγω αυτό που συνέβη, αλλά αφού το ήθελε ο θεός να γίνει έτσι…
 Πηγαίνοντας προς το Φρύνιο στο σπίτι μου, βρήκα στο δρόμο ένα καρτοτηλέφωνο, που όμως δεν λειτουργούσε. Άλλες δύο φορές σταμάτησα χωρίς αποτέλεσμα γι’ αυτό στο τέλος αποφάσισα να πάω σπίτι να τηλεφωνήσω. Τον ήξερα καλά τον δρόμο· είχαμε κιόλας μια βδομάδα που ξεκινήσαμε αυτή τη δουλειά και πηγαινοερχόμασταν. Δεν φανταζόμουν, όμως, τι θα συνέβαινε σήμερα! Την τελευταία στιγμή είδα να ‘ρχεται καταπάνω μου ένα φορτηγό- χωρίς οδηγό- ο οδηγός του είχε κοιμηθεί. Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα. Ήταν πολύ αργά. Σύντομα βρέθηκα κάτω από τις ρόδες του. Οι θόρυβοι  της σύγκρουσης ξύπνησαν τον οδηγό και το μόνο που έκανε όταν κατέβηκε και με είδε ήταν να πάρει τηλέφωνο για ασθενοφόρο.
Όταν έφτασε, μετά βίας άκουγα τι έλεγαν ο αστυνομικός και ένας νοσοκόμος. Όλα άρχισαν να θολώνουν. Εικόνες απ’ τη ζωή μου περνούσαν μπροστά μου σαν φωτογραφίες. Είδα τη μάνα μου, τον πατέρα μου που θα περίμενε ακόμη, τα αδέλφια μου, όλους,  σαν να τους αποχαιρετούσα. Τώρα από εδώ που είμαι τους βλέπω, είμαι πάντα δίπλα τους. Είναι σαν να μην έχω φύγει ποτέ γιατί γι’ αυτούς ζω ακόμη, δεν με ξέχασαν ποτέ!  Και εγώ κάνω τα πάντα για να τους προστατεύω. Αυτό άλλωστε κάνουν οι άγγελοι. Κι εγώ είμαι ο δικός τους άγγελος!
Αθανασία Γκιουλέκα, Β΄Λυκείου
Παρά την αρχική δυσκολία που αντιμετωπίσαμε με τη γλώσσα, το κείμενο αποτέλεσε αφορμή συζήτησης για τα δικαιώματα των ζώων.

Παρασκευή 10 Ιουλίου 2015

Σκέψου έναν αριθμό



ΤΙΤΛΟΣ: «Σκέψου έναν αριθμό»
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: John Verdon
 
ΥΠΟΘΕΣΗ:
«Σκέψου έναν αριθμό. Έναν οποιονδήποτε.
Δες πόσο καλά γνωρίζω όλα σου τα μυστικά».

Αυτές ήταν οι τελευταίες λέξεις στο γράµµα που έλαβε µυστηριωδώς ο Μαρκ. Και ήταν µόνο η αρχή. Μια σειρά από παράξενα στιχάκια µε αµφίσηµα µηνύµατα και γρίφους οδηγούν τον Μαρκ να ζητήσει βοήθεια από τον παλιό του συµµαθητή και διάσηµο ντετέκτιβ, Ντέιβ Γκάρνεϊ. O Ντέιβ, 47χρονος συνταξιούχος αστυνοµικός µε εξαιρετικές επιτυχίες στην εξιχνίαση εγκληµάτων µε κατά συρροή δολοφόνους, προσπαθεί να προσαρµοστεί στους ήρεµους πια ρυθµούς της νέας του ζωής. Όµως, µπροστά στην έκκληση του φίλου του το αστυνοµικό δαιµόνιο ενεργοποιείται, οδηγώντας τον ξανά σε απρόβλεπτες καταστάσεις.
Ο Μαρκ βρίσκεται νεκρός και δύο ακόµη δολοφονίες περιπλέκουν πιο πολύ την υπόθεση. Η ζωή του Ντέιβ απειλείται…

Κριτική του Joseph Finder απ’ την New York Times:

"Διαβολικά έξυπνη πλοκή, έντεχνα δοµηµένη, εξαιρετική γραφή. Ο συγγραφέας διαχειρίζεται επιδέξια τους βαθύτερους, ενδόµυχους φόβους, σκιαγραφώντας ένα δολοφόνο που διεισδύει στις σκέψεις των ανθρώπων. Ποιος δεν θα παρασυρθεί στο κυνήγι ενός πανούργου δολοφόνου από έναν εξιχνιαστή εγκληµάτων;"
                                              Προτείνεται από την μαθήτρια Αλεξανδρίδου Δέσποινα

Ο Μικρός Πρίγκιπας



ΤΙΤΛΟΣ:  Ο Μικρός Πρίγκιπας.
 ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ:  Αντουάν ντε Σαιντ-Εξυπερύ
 ΥΠΟΘΕΣΗ:
             Ο αφηγητής πέφτει με το αεροπλάνο του στην έρημο. Εκεί συναντά ένα ασυνήθιστο παιδί (το Μικρό Πρίγκιπα), γνωρίζονται και γίνονται φίλοι. Ο αφηγητής μαθαίνει πολλά από τον καινούργιο του φίλο καθώς ο καινούργιος του φίλος του διηγείται την καθημερινότητά του, τις περιπέτειές του και το πολύτιμο τριαντάφυλλό του που αγαπάει τόσο πολύ. Παρόλο που αυτός κάνει συνέχεια ερωτήσεις για όσα υπάρχουν γύρω του, ο ίδιος δεν απαντάει σε καμία ερώτηση του αφηγητή. Κάποια στιγμή, όμως, ο αφηγητής επιδιορθώνει την βλάβη του αεροπλάνου και θα πρέπει να επιστρέψει πίσω στην “γη” του.

Γιατί μου άρεσε:

             Αυτό το βιβλίο μου άρεσε τόσο πολύ γιατί ο συγγραφέας έχει την μοναδική ικανότητα να ταξιδεύει τους μικρούς και μεγάλους του αναγνώστες σε έναν φανταστικό κόσμο όπου κυριαρχεί η γαλήνη, η αγάπη και η αθωότητα. Ταυτόχρονα, το μαγικό είναι ότι δημιουργεί αμέτρητους προβληματισμούς στον αναγνώστη σχετικά με την ζωή και την ανθρώπινη φύση. Τέλος, ο αναγνώστης αναθεωρεί τις απόψεις του για την καθημερινότητα και για τον κόσμο γύρω του και μέσα από τα ταξίδια και τις απορίες του Μικρού Πρίγκιπα προσπαθεί να ανακαλύψει την πραγματική ουσία  και το νόημα της ζωής, κυρίως, μέσα από τα πιο ασήμαντα πράγματα και γεγονότα για τον καθημερινό άνθρωπο που έρχεται συνεχώς αντιμέτωπος με τα προβλήματα και το άγχος της εποχής.
                                      Προτείνεται από την μαθήτρια Τρυπολόγου Χαρά

Το Λάθος


ΤΙΤΛΟΣ: «Το Λάθος»
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Σαμαράκης Αντώνης
 Ένα έργο-σύμβολο ενάντια σε κάθε μορφή εξόντωσης από ολοκληρωτικά συστήματα. Χωρίς «εθνικά» χαρακτηριστικά, με υπόθεση που εκτυλίσσεται σε μια απροσδιόριστη χώρα, σε μια αδιευκρίνιστη εποχή το «Λάθος» μας δείχνει πως πέρα από μηχανισμούς και συστήματα υπάρχει ο άνθρωπος. 
 Με αστυνομικά και κινηματογραφικά στοιχεία το αριστούργημα του Σαμαράκη μας προβληματίζει για το αν μπορεί η ανθρωπιά να νικήσει τον απάνθρωπο ορθολογισμό.
                                                     Προτείνεται από την κα. Κουϊμτζή Αντιγόνη

Ο Αλχημιστής



ΤΙΤΛΟΣ: Ο Αλχημιστής
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Paulo Coelho

            Ακολουθούμε τον Σαντιάγκο, ένα βοσκό από την Ανδαλουσία στο ταξίδι του για την ανακάλυψη ενός κρυμμένου θησαυρού στην Αίγυπτο. Στην διάρκεια του ταξιδιού του γνωρίζει την αγάπη, αντιμετωπίζει κινδύνους, μαθαίνει τον εαυτό του αλλά και τον κόσμο. Τελικά, ο θησαυρός μήπως βρίσκεται στην εξεύρεση κι επίτευξη του προσωπικού του μύθου; Εξάλλου, «όταν επιδιώξεις κάτι, όλο το σύμπαν συνομωτεί για να γίνει όπως επιθυμείς».
                     Προτείνεται από την κα. Κουϊμτζή Αντιγόνη                                   

Όταν αγαπάς, είναι για πάντα



ΤΙΤΛΟΣ: «Όταν αγαπάς, είναι για πάντα»
ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ: Τζιρίτα Μαρία
ΥΠΟΘΕΣΗ: 
   Δύο κορίτσια, η Αφροδίτη και η Νίκη, έτυχε να συναντηθούν από μικρές στο μέρος που πήγαιναν κάθε χρόνο για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Από τότε έγιναν αχώριστες φίλες. Δύο εντελώς διαφορετικά πλάσματα, η κάθε μια με διαφορετικό χαρακτήρα αλλά και από διαφορετική οικονομική και κοινωνική τάξη. Η Αφροδίτη, ένα συνεσταλμένο, ντροπαλό και φρόνιμο κορίτσι, από όχι και τόσο πλούσια οικογένεια, που έκανε τη ζωή της όταν πλέον μεγάλωσε. Αντίθετα, η Νίκη ήταν πιο ζωηρή και τολμηρή και προερχόταν από πλούσια οικογένεια.
  Η παράλληλη ζωή των δύο αχώριστων φίλων κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον μας ως το τέλος του βιβλίου.
                                                           Προτείνεται από την μαθήτρια  Μπατζώνη Ελένη